- ἀντίπυγος
- ἀντίπῡγος, ον,A rump to rump, Arist.HA540a14,542a16.2 c. gen., turned away from,
λιμὴν ἀ. λιμένος Scyl.46
, cf. 108.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιμὴν ἀ. λιμένος Scyl.46
, cf. 108.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντίπυγος — ἀντίπυγος, ον (Α) 1. αυτός που έχει τα οπίσθια στραμμένα προς τα οπίσθια άλλου 2. ο απέναντι, ο αντικρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πυγος < πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος, λευκόπυγος] … Dictionary of Greek
ἀντίπυγος — rump to rump masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπύγου — ἀντίπυγος rump to rump masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπυγα — ἀντίπυγος rump to rump neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)